-
1 глобус
-
2 земной
земной γήινος \земной шар η γήινη (или υδρόγειο) σφαίρα* * *земно́й шар — η γήινη ( или υδρόγειο) σφαίρα
-
3 излучение
η ακτινοβολίαрадиоактивное - ραδιενεργός -, η ραδιενέργειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > излучение
-
4 рефракция
η διάθλασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рефракция
-
5 шар
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шар
-
6 глобус
глобусм ἡ γἤίνη σφαίρα, ἡ ὑδρόγειος σφαίρα. -
7 земной
земи||ойприл γήινος, ἐπίγειος:\земной шар ἡ γήινη σφαίρα· \земнойая ось ὁ ἄξων τής γῆς· \земнойая кора ὁ φλοιός τής γής· ◊ \земной поклон ἡ ἐδαφιαία ὑπόκλιση. -
8 шар
шарм ἡ σφαίρα/ геом. ὁ γλόμπος:бильярдный \шар ἡ μπίλια τοδ μπιλλιάρ-δου· земной \шар ἡ γήινη σφαίρα· возду́ш-ный \шар τό ἀερόστατο[ν]· ◊ хоть \шаро́м покати ἐντελώς ἄδειος. -
9 глобус
[γκλόμπους] οοσ. α. γήινη σφαίρα -
10 глобус
[γκλόμπους] ουσ α γήινη σφαίρα -
11 земля
земля 1-и, αιτ. землю, πλθ. земли, γεν. земель, δοτ. землям θ.1. γη, γήινη σφαίρα, ο πλανήτης μας•земля вращается вокруг солнца η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.
2. η ξηρά.3. έδαφος•плодородная земля εύφορη γη•
бесплодная земля άγονη γη•
песчаная земля αμμώδες έδαφος•
пахотная земля καλλιεργήσιμη γη•
обетованная земля γη της επαγγελίας•
национализация -и εθνικοποίηση της γης•
церковные -и τα τσιφλίκια της εκκλησίας (βακούφικα): помещичья земля η τσιφλικάδικη γη•
колхозная земля κολχόζνικη γη.
|| χώμα•жирная земля παχύ χώμα•
рыхлая земля αφράτο χώμα•
бросить на -ю ρίχνω καταγής (χάμω)•
лечь на -ю ξαπλώνω καταγής.
|| χώρα, τόπος, κράτος•он живт в чужой земле αυτός ζει σε ξένη χώρα•
необитаемые -и ακατοίκητα μέρη.
4. παλ. άκρη, φόντος με διακόσμηση υφάσματος ή χαρτιού.εκφρ.словно из -и ή из-под -и – εμφανίζομαι σαν τον Φαντομά (απροσδόκητα)•-и под собой не слышать ή не чуять – κ.τ.τ. πετώ από τη χαρά μου.земля 2-и θ.παλαιά ονομασία του γράμματος «З». -
12 земной
επ.1. γήινος, της γης•-ая кора ο φλοιός της γης•
-ая поверхность η επιφάνεια της γης•
-ая ось ο άξονας της γης•
земной шар η γήινη σφαίρα.
2. επίγειος, εγκόσμιος•земной рай επίγειος παράδεισος•
-ые блага επίγεια αγαθά•
земной поклон εδαφιαία υπόκλιση•
окончить -ое странствие τελειώνω το δρόμο της ζωής (πεθαίνω).
-
13 мир
мир 1-а, πλθ. -ы α.1. ο κόσμος, το σύμπαν•происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•
весь мир όλος ο κόσμος•
миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.
2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.4. κοινωνία•античный мир ο αρχαίος κόσμος•
капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•
социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.
|| τάξη, κοινωνικό σύστημα•старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.
5. σφαίρα ζωής•животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•
растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•
духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.
|| κύκλος (ανθρώπων)•мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.
6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•
жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).
εκφρ.всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•пойти (ходить, идти – κ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).мир 2-а α.1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•жить в -е ζω ειρηνικά•
нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•
мир души ψυχική γαλήνη•
борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•
мир народам! ειρήνη στους λαούς!•
прочный мир σταθερή ειρήνη•
оплот -а προπύργιο της ειρήνης•
мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).
2. συνθήκη, συμφωνία•заключить мир κλείνω ειρήνη•
подписать мир υπογράφω ειρήνη•
переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.
3. ησυχία•я хочу мир θέλω ησυχία.
εκφρ.мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•мир дому сему – παλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον). -
14 сфера
-ы θ.1. σφαίρα•земная сфера η γήινη σφαίρα.
2. έκταση•сфера действие артиллерйй-ского огня ακτίνα δράσης των βλημάτων πυροβολικού.
3. τομέας.4. κύκλος, περιβάλλον•высшая сфера οι ανώτεροι κοινωνικοί κύκλοι.
5. μτφ. έκταση ενέργειας, δικαιοδοσίας, επίδρασης.εκφρ.сфера влияния – (πολιτ.) σφαίρα επιρροής. -
15 твердь
-и θ.1. παλ. το στερέωμα, ο ουρανός, ο ουράνιος θόλος.2. η γήινη σφαίρα, η σκληρή επιφάνεια της γης ή των σωμάτων. -
16 шар
-а (με τα αριθμητικά:2,3,4: шара) α.1. (γεωμ.) η σφαίρα.2. κάθε σφαιροειδές αντικείμενο•бильярдные -ы οι μπίλες του μπιλιάρδου.
3. παλ. σφαιρίδιο (ψηφοφορίας)•белый шар λευκό σφαιρίδιο (υπέρ)•
чрный шар το μαύρο σφαιρίδιο (κατά).
4. (απλ.) πλθ. шары, -ов τα μάτια.εκφρ.земной шар – γήινη σφαίρα•шар запить -ы – πίνω, το τσούζω, μεθώ•хоть -ом покати – τελείως άδειος, κενός.
См. также в других словарях:
γηίνη — γηΐνη , γήινος of earth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηίνῃ — γηΐνῃ , γήινος of earth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… … Dictionary of Greek
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γήινος — η, ο (AM γήινος, η, ον) [γη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη 2. αυτός που έχει τη σύσταση τής γης, χωμάτινος 3. επίγειος, υλικός (σε αντίθεση με τον ουράνιο ή τον αιθέριο) 4. ο ανθρώπινος, ο ατελής (σε αντίθεση με τον θεϊκό) 5. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
γεωδαισία — Η επιστήμη που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και τη μέτρηση των διαστάσεων της Γης. Η γ. έχει αναπτυχθεί βασικά σε δύο κλάδους: έναν θεωρητικό, που εξετάζει τη μορφή της Γης στο σύνολό της σε συνάρτηση με τους εσωτερικούς και τους… … Dictionary of Greek